- προσκαλεύω
- προ-σκᾰλεύω,A dig out first,
τὸν ὀδόντα Pall. in Hp.2.174
D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸν ὀδόντα Pall. in Hp.2.174
D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσκαλεύω — Μ σκάβω, σκαλίζω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σκαλεύω «σκαλίζω, ανακινώ»] … Dictionary of Greek